- δυσαναπόρευτος
- δυσαναπόρευτος, -ον (Α)δύσβατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσαναπόρευτον — δυσαναπόρευτος hard to pass masc/fem acc sg δυσαναπόρευτος hard to pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαναπορεύτοις — δυσαναπόρευτος hard to pass masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαναπορεύτους — δυσαναπόρευτος hard to pass masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαναπόρευτα — δυσαναπόρευτος hard to pass neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)